-
1 запрет
запрет м η απαγόρευση наложить \запрет на что-л. θέτω σε απαγόρευση κάτι* * *мη απαγόρευσηналожи́ть запре́т на что-л. — θέτω σε απαγόρευση κάτι
-
2 запрет
запретм ἡ ἀπαγόρευση [-ις]:накладывать \запрет ἀπαγορεύω κάτι, θέτω ὑπό ἀπαγό-ρευσιν находиться под \запретом εἶμαι ὑπό ἀπαγόρευση, εἶμαι ἀπαγορευμένος.
См. также в других словарях:
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek